6 σημαντικές γυναίκες στο Βυζάντιο
Ήταν, άραγε, η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ανδρική υπόθεση; Είχαν λόγο και δύναμη οι γυναίκες στο Βυζάντιο;
Η θέση της γυναίκας στα χίλια περίπου χρόνια που επιβίωσε η αυτοκρατορία, δεν ήταν σε καμία των περιπτώσεων ισότιμη με αυτή των ανδρών. Παρ’ όλα αυτά ήταν σαφώς καλύτερη από άλλες περιοχές και βασίλεια της Ευρώπης. Οι γυναίκες των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων δεν ήταν αποκλεισμένες από την εκπαίδευση, ενώ επίσης διατηρούσαν δικαίωμα στην κληρονομική περιουσία. Οι κυρίες του Βυζαντίου δικαιούνταν κανονικό μερίδιο από τους γονείς τους, η προίκα τους αφορούσε εκείνες και όχι τον σύζυγο, και σε περίπτωση που ο ανήρ αποδημούσε εις Κύριον νωρίτερα της γυναικός, αυτή είχε αναφαίρετο δικαίωμα στην περιουσία του, που δεν θα καρπωνόταν ο μετέπειτα γαμπρός, ούτε ήταν αναγκασμένη να ξαναπαντρευτεί. Τα πολιτικά παιχνίδια βέβαια, καθιστούσαν άντρες και γυναίκες έρμαια των καταστάσεων, καθώς πάντοτε οι συμμαχίες έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στους γάμους (ενίοτε και στα διαζύγια) των υψηλά ιστάμενων προσώπων.
Τώρα που πήραμε μια πολύ γενική ιδέα για τις συνθήκες που υπέμεναν οι γυναίκες στο Βυζάντιο, των ανώτερων, τουλάχιστον, κοινωνικών τάξεων, πάμε να γνωρίσουμε κάποιες που ξεχώρισαν. Είτε πρόκειται για γυναίκες αυτοκράτειρες στο Βυζάντιο, είτε για μέλη του στενού κύκλου των αυτοκρατορικών οικογενειών, είτε γυναίκες εκτός αυτών, άλλες λιγότερο, άλλες περισσότερο, κάθε προσωπικότητα που θα δεις στη συνέχεια είναι πασίγνωστη και επιβίωσε όχι μόνο στην περίοδο που έζησε, αλλά και στο πέρασμα του χρόνου.
1. Υπατία η Αλεξανδρινή (περ. 370-415 μ.Χ.)
Όταν αναφερόμαστε στις γυναίκες στο Βυζάντιο, δεν πάει ο νους μας εύκολα στην Υπατία. Κι όμως, η Υπατία γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια, η οποία πόλη αποτελούσε έδρα της επαρχίας της Αιγύπτου που πέρασε στα χέρια των Βυζαντινών μετά την διαίρεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Πατέρας της ήταν ο Θέωνας, ενώ για την μητέρα της δεν κάνει κανείς λόγο. Ο ίδιος ήταν μαθηματικός και αστρονόμος, οπότε φρόντισε να μορφώσει την κόρη του κατάλληλα. Το γεγονός πως η πόλη ήταν αποκομμένη (λόγω της γεωγραφικής της θέσης) από την ηπειρωτική αυτοκρατορία έκανε σε έναν μικρό βαθμό τα πράγματα κάπως ευκολότερα για το γυναικείο φύλο. Παρ’ όλα αυτά, η μόρφωση και η χειραφέτηση μια γυναίκας ήταν μια εικόνα ανοίκεια.
Η Υπατία κατέληξε να διευθύνει την νεοπλατωνική σχολή της πόλης, και λέγεται πως αρνήθηκε αρκετές προτάσεις γάμου. Δίδασκε φιλοσοφία, μαθηματικά, ρητορική, ενώ σχολίασε έργα προγενέστερων φιλοσόφων και έγραψε δικές της μελέτες πάνω στα πεδία εξειδίκευσής της. Δυστυχώς, δε σώζεται κανένα από αυτά, ενώ ενδέχεται να έγραψε σε γλώσσες πέραν των ελληνικών. Τα πεδία ενδιαφέροντος θεωρούνταν από τους σκληροπυρηνικούς χριστιανικούς κύκλους ως απομεινάρια της παλιάς θρησκείας, επομένως τα αντιμετώπιζαν σαν αιρετικές κλίσεις, ιδίως μάλιστα όταν πρωτοστατούσε σε αυτά κάποια θηλυκή μορφή. Είχε πολλούς επιφανείς ανθρώπους ως μαθητές της, με πιο γνωστό τον Συνέσιο από την Κυρήνη, και στους κύκλους της δεχόταν χριστιανούς και εθνικούς χωρίς διακρίσεις.
Ο θάνατός της φαίνεται να ήταν μια δολοφονία που προκλήθηκε από την ασταθή πολιτικό-θρησκευτική κατάσταση που επικρατούσε στην Αλεξάνδρεια εκείνη την περίοδο, με κύριους αντιπάλους τον επίτροπο και τον επίσκοπο της πόλης. Η Υπατία βρέθηκε εν μέσω αυτών των αναταράξεων όταν τα πράγματα εκτραχύνθηκαν και αυτή κατηγορήθηκε ως υπαίτια της αδιαλλαξίας της μιας εκ των δύο πλευρών (ήταν φίλη και συνεργάτιδα του επιτρόπου), κι έτσι βρήκε τραγικό θάνατο στα χέρια ενός οργισμένου και αφηνιασμένου όχλου – λιθοβολήθηκε, γδάρθηκε, ξεγυμνώθηκε και διαμελίστηκε. Ο εμπλεκόμενος επίσκοπος, μάλιστα, ονόματι Κύριλλος χρίστηκε αργότερα άγιος.
2. Αιλία Ευδοκία η Αθηναία (περ. 400-460 μ.Χ.)
Η Ευδοκία γεννήθηκε στην Αθήνα, και αρχικά ονομάστηκε Αθηναΐδα. Στο θρήσκευμα ακολουθούσε την παλαιά ειδωλολατρική θρησκεία, και ο πατέρας της ήταν ο Λεόντιος που ωσάν καθηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών, επιμελήθηκε μιας εντατικής μόρφωσης για αυτήν – ευτυχώς υπήρχαν φωτεινές εξαιρέσεις πατρικών φιγούρων που φρόντιζαν τις κόρες τους ασχέτως με τις συνήθεις επιταγές της εποχής για την θέση της γυναίκας στο Βυζάντιο. Μετά τον θάνατό του, η Αθηναΐδα πήγε μέχρι την Κωνσταντινούπολη, σύντομα βαφτίστηκε χριστιανή, μετονομάστηκε σε Αιλία Λικινία Ευδοκία, και παντρεύτηκε και τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄!
Η μόρφωση αλλά και η καταγωγή της, έγιναν όπλα στη νέα της θέση και έτσι στήριξε την ελληνική γλώσσα έναντι της λατινικής, προέτρεψε τον σύζυγό της να ιδρύσει το Πανδιδακτήριο, και γενικά προώθησε το ελληνικό πνεύμα ώστε αυτό να γίνει διάχυτο πια στην νέα Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ήταν ένθερμη χριστιανή, έγινε πολύ δημοφιλής στην Κωνσταντινούπολη, όμως ο ζήλος και το ελεύθερο πνεύμα της αποτέλεσαν κόκκινη σημαία στον κύκλου του αυτοκράτορα (με την αδελφή του Πουλχερία να πρωτοστατεί) που δεν ήθελαν άλλο την έντονη επιρροή της προς τον Θεοδόσιο. Έτσι, μετά από μικρά σκάνδαλα (βασισμένα σε ανυπόστατες φήμες), η Ευδοκία μάζεψε το βιος της και μετοίκισε μόνιμα στην Ιερουσαλήμ. Εκεί, έμεινε για 17 χρόνια μέχρι τον θάνατό της και επιδόθηκε σε ανεγέρσεις ναών και μονών, στη μελέτη και τη συγγραφή και σε επιδιορθωτικά δημόσια έργα.
Όσο ήταν στο απόγειο της δημοτικότητάς της, συνέθεσε παιάνες προς τιμήν του Θεοδοσίου για τις νίκες του εναντίον των Περσών, ενώ μετά την καταφυγή στην Ιερουσαλήμ προχώρησε σε μετάφραση ιερών κειμένων, προφητειών, έγραψε για τη ζωή του Χριστού χρησιμοποιώντας στίχους των ομηρικών επών, το λεγόμενο Ομηρόκεντρο. Το πιο γνωστό έργο της αφορά στη ζωή του Κυπριανού της Αντιόχειας.
3. Θεοδώρα (περ. 500-548 μ.Χ.)
Από τις διασημότερες προσωπικότητες, ανάμεσα στις γυναίκες αυτοκράτειρες στο Βυζάντιο και μη, ήταν αδιαμφισβήτητα η Θεοδώρα που από τα αλώνια βρέθηκε στα σαλόνια. Μια γυναίκα πανέμορφη ακόμα και σύμφωνα με τους επικριτές της, η οποία καταγόταν από μια φτωχή οικογένεια και έβγαζε τα προς το ζην με τον πλέον ανήθικο – για την εποχή – τρόπο. Ήταν ηθοποιός και εταίρα, επαγγελματικές ιδιότητες που τότε θεωρούνταν παντελώς ακατάλληλες για τις καθωσπρέπει κυρίες. Τα πρώτα της βήματα πραγματοποιήθηκαν στον Ιππόδρομο ως ικέτιδα, όταν βρέθηκε μαζί με τις αδελφές της ορφανή από πατέρα σε ηλικία 5 ετών. Αργότερα, μεγαλώνοντας αποφάσισε να εκμεταλλευτεί την ομορφιά και την ευστροφία της μπαίνοντας στον κόσμο του θεάματος με το πιο διάσημο νούμερό της να είναι αυτό που κάλυπτε τα επίμαχα σημεία του σώματός της με σιτάρι, και ένα κοπάδι χήνες λαίμαργα τσιμπούσαν μέχρι και το τελευταίο σπυρί αποκαλύπτοντας έτσι το κορμί της. Επίσης, οι πολέμιοί της ανέφεραν πως προέβαινε σε ομαδικές περιπτύξεις με νέους και γεροδεμένους άντρες κατά τη διάρκεια συμποσίων και άλλων ιδιωτικών μαζώξεων. Η ακόρεστη δίψα της για έρωτα, που τη θέλει να μην κουράζεται ακόμα και μετά από συνεχείς εναγκαλισμούς με περισσότερους από δέκα άντρες, μάλλον αποτελούν υπερβολές του κύριου αντιπάλου της, του Προκοπίου, ο οποίος είχε μαζί της μια γενικευμένη εχθρότητα. Σε αντίθεση με όλα τα παραπάνω έρχονταν τα λόγια ανθρώπων που βρέθηκαν δίπλα της στα χρόνια της ως αυτοκράτειρα, οι οποίοι μιλούσαν για μια γυναίκα ευσεβή και σεμνή.
Το πότε γνώρισε τον Ιουστινιανό και υπό ποιες συνθήκες μας είναι άγνωστο. Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν κάποιες απόψεις επί του θέματος και όλες φαίνεται να συμφωνούν με το γεγονός πως ο Ιουστινιανός ήταν 40 χρονών ενώ η Θεοδώρα 22, και στον αυτοκρατορικό θρόνο βρισκόταν ο θείος του Ιουστίνος. Αυτοκράτορας και ανιψιός μαγεύτηκαν από την ομορφιά της κορασίδας, αλλά και το κοφτερό μυαλό της. Ο νόμος που απαγόρευε σε θεατρίνες να παντρευτούν άλλαξε, το ζευγάρι ενώθηκε με τα δεσμά του γάμου και σύντομα ανέβηκε στον θρόνο.
Η Θεοδώρα συμμετείχε αρκετά ενεργά στην πολιτική στο πλάι του συζύγου της, με μεγάλες δράσεις σε θρησκευτικά θέματα (με τη Στάση του Νίκα να είναι από τις πιο γνωστές παρεμβάσεις της), στην εξωτερική πολιτική, στην παιδεία, αλλά η μεγαλύτερη συμβολή της ήταν προς τις γυναίκες στο Βυζάντιο. Υποστήριξε ενεργά με υποδομές τις άπορες γυναίκες, ώστε να μην χρειάζεται να καταφεύγουν στην πορνεία σαν λύση για την επιβίωσή τους, κατέστησε παράνομους τους προαγωγούς, έδωσε δικαιώματα στο θέμα του γάμου και του διαζυγίου, και διευθέτησε το ζήτημα της προίκας που στις χαμηλές τάξεις ήταν αδύνατο να δοθεί και έτσι οι νεαρές ήταν στο έλεος της μοίρας τους.
4. Κασσιανή (περ. 805-865 μ.Χ.)
Η Κασσιανή ή αλλιώς Κασσία ή Εικασία ή Ικασία, κόρη πλούσιας οικογένειας της Κωνσταντινούπολης, λέγεται πως ήταν μια πανέμορφη κοπέλα που θάμπωσε τον αυτοκράτορα Θεόφιλο γύρω στο 820 μ.Χ., αλλά για αδιευκρίνιστους λόγους – οι σύγχρονοί της υποστηρίζουν ότι έθιξε τον εγωισμό του κατά τη γνωριμία τους – δεν παντρεύτηκαν ποτέ. Τα ίχνη της χάνονται για περισσότερα από είκοσι χρόνια, όταν τη συναντούμε ξανά αυτή τη φορά σε ένα κοινόβιο ως Ηγουμένη. Η Κασσιανή συνέγραψε το γνωστό ομώνυμο τροπάριο, όπως και κάποια θρησκευτικά ποιήματα, ενώ ενδέχεται να ανήκουν σε αυτή κάποια επιγράμματα που μιλούν για αρετές και χαρακτήρες μέσα από ένα θρησκευτικό πρίσμα. Λέγεται πως ποτέ δεν ξεπέρασε τον έρωτά της για τον αυτοκράτορα και τούμπαλιν. Μάλιστα ο Θεόφιλος θέλησε να την δει ξανά αρκετά χρόνια μετά την πρώτη τους συνάντηση· προσπάθησε να τη βρει στην Μονή που διέμενε, αλλά η ίδια αρνήθηκε να τον δει.
Η Κασσιανή, με την ευλάβεια και την ομορφιά της, ακόμα και με την προχωρημένη μόρφωσή της, θα έλεγε κανείς πως αποτελούσε υπόδειγμα κυρίας για την κοινωνία της εποχής της. Αν και παραμένει μια σχετικά παραγνωρισμένη προσωπικότητα, ήταν πολύ σημαντική ανάμεσα στις γυναίκες στο Βυζάντιο.
📍Δες ακόμα: Γυναίκες, λαίδες, έμποροι & ιππότες: ένα ταξίδι στον Μεσαίωνα
5. Ζωή (περ. 978-1050 μ.Χ.)
Δύο αδελφές άφησαν το σημάδι τους στον 11ο μεταχριστιανικό αιώνα, η Ζωή και η Θεοδώρα (984-1056 μ.Χ.) οι Πορφυρογέννητες. Αποτελούν μια πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση αν αναλογιστεί κανείς τις υπόλοιπες γνωστές γυναίκες στο Βυζάντιο, μιας και η πορεία τους ήταν ξεχωριστή με διάφορους τρόπους. Κόρες του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Η΄ της δυναστείας των Μακεδόνων, και της Ελένης του Αλυπίου, με κλασική για την εποχή μόρφωση, πέρασαν από χίλια κύματα ως πριγκίπισσες που θα έπρεπε να βοηθήσουν στην ανάπτυξη της οικογένειας με γάμους πολιτικών και διπλωματικών συμφερόντων. Η Ζωή ήταν η μεγαλύτερη από τις δύο αδελφές, και οι σχέσεις της με τη Θεοδώρα δεν ήταν πάντοτε ειρηνικές, καθώς φαίνεται πως επικρατούσε ανταγωνισμός μεταξύ τους. Μια σκευωρία που πραγματοποιήθηκε μετά τον πρώτο γάμο της Ζωής εναντίον του αυτοκράτορα, φάνηκε να έχει ως ιθύνοντα νου την Θεοδώρα, και έτσι η Ζωή διέταξε τον εγκλεισμό τη αδελφής της σε μοναστήρι.
Η Ζωή παντρεύτηκε τρεις φορές, με τον πρώτο της γάμο να πραγματοποιείται όταν ήταν ήδη στην ηλικία των 50 ετών. Μέσα από τους γάμους της προσπάθησε να εδραιώσει την θέση της, καθώς ενώ η εξουσία αποτελούσε κληρονομικό δικαίωμα στην αυτοκρατορία και μπορούσε να περάσει σε γυναικεία χέρια, ήταν ανοίκειο να τη διατηρήσει μόνη της μια γυναίκα στο Βυζάντιο. Παρ’ όλα αυτά, θέλησε να αποφύγει να τη μοιραστεί με τους εκάστοτε συζύγους της, πράγμα που δεν ήταν πάντα εύκολο. Μετά τον θάνατο και του δεύτερου συζύγου της (οι θάνατοι των δύο πρώτων γαμπρών φάνηκαν ελαφρώς ύποπτοι στον περίγυρο της αυλής, με την Ζωή να θεωρείται υπαίτια), χωρίς άρρενες διαδόχους, το θέμα του θρόνου ήρθε πάλι στο προσκήνιο, με τις δύο αδελφές να είναι οι νόμιμες κληρονόμοι. Η Ζωή ως αυτοκράτειρα, καθώς ήταν η μεγαλύτερη, και η Θεοδώρα να ακολουθεί ως συναυτοκράτειρα. Η συμβασιλεία αποδείχτηκε πάρα πολύ δύσκολη υπόθεση, καθώς οι δύο αδελφές διαφωνούσαν σχεδόν σε όλα, και οι ισχυροί χαρακτήρες τους δεν άφηναν περιθώρια για να μοιραστούν την εξουσία. Έτσι, η Ζωή κατέφυγε στον τρίτο και τελευταίο γάμο που της επιτρεπόταν από την θρησκεία, και παντρεύτηκε τον Κωνσταντίνο Θ΄ Μονομάχο. Σύντομα αυτός χρίστηκε αυτοκράτορας στο πλευρό των δύο γυναικών, έφερε την ερωμένη του στο παλάτι, και μαζί με αυτήν σωρεία αντιδράσεων από τον λαό ο οποίος φοβόταν πως θα εξάλειφε δια της βίας τις συναυτοκράτειρες για να μείνει μόνος του στον θρόνο.
Στα τελευταία χρόνια της, η Ζωή παρέδωσε σχεδόν κάθε εξουσία στον σύζυγό της και ασχολήθηκε μέχρι τον θάνατό της με την κοσμετική και την αρωματοποιία, ενώ η αδελφή της ανέλαβε τη διακυβέρνηση του κράτους μετά τον θάνατο και του Κωνσταντίνου για περίπου έναν χρόνο μέχρι που αποβίωσε και αυτή, και μαζί της και η Μακεδονική Δυναστεία.
6. Άννα Κομνηνή (1083-1153 μ.Χ.)
Η Άννα ήταν κόρη του αυτοκράτορα Αλέξιου Α΄ Κομνηνού, και της Ειρήνης Δούκαινας. Πρωτότοκη κόρη του αυτοκρατορικού ζεύγους, μορφωμένη σε θέματα Φιλολογίας, Φιλοσοφίας και Ιστορίας, παντρεύτηκε τον Νικηφόρο Βρυέννιο, αφότου ο πρώτος μνηστήρας της, ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος πέθανε προτού προλάβει να ενηλικιωθεί η ίδια. Το πιο διάσημο έργο που άφησε πίσω της είναι η Αλεξιάδα, η οποία είναι η πρώτη ιστορική μελέτη που διασώζεται από γυναικείο χέρι, και μιλάει για τη βασιλεία του πατέρα της. Η Άννα την έγραψε στα τελευταία χρόνια της άκρως ενδιαφέρουσας ζωής της, όταν αποσύρθηκε σε μοναστήρι προκειμένου να τιμωρηθεί για την σκευωρία εναντίον του αδελφού της και αυτοκράτορα Ιωάννη Β΄ Κομνηνού. Αυτή η προσπάθεια, μάλιστα, δεν ήταν η πρώτη απόπειρα της Άννας να διώξει τον αδελφό της, καθώς είχε προσπαθήσει μαζί με την μητέρα της να πείσουν τον Αλέξιο να τον αποκληρώσει προτού αποδημήσει από τον μάταιο τούτο κόσμο, και να χρήσει διάδοχό του τον σύζυγό της Νικηφόρο.
Και τα δύο πραξικοπήματα στέφθηκαν με αποτυχία, και το δεύτερο στοίχισε ακριβά στη μεγάλη αδελφή του νεοστεφθέντος, πλέον, αυτοκράτορα Ιωάννη, καθώς αναγκάστηκε να παραιτηθεί των τίτλων και περιουσιακών της στοιχείων, και να αποσυρθεί σε μοναστικό βίο. Να αναφέρουμε για ιστορικούς λόγους, πως ο Νικηφόρος ουδέποτε θέλησε να πάρει τον θρόνο για τον εαυτό του, και φαίνεται πως αυτός ήταν και ο λόγος που τα εγχειρήματα απέτυχαν. Το έργο της Άννας αποτελεί μια σημαντικότατη πηγή για τα γεγονότα της πρώτης Σταυροφορίας, την οποία ουσιαστικά κάλεσε ο πατέρας της σαν βοήθεια από τη Δύση, ώστε να ανακτηθούν εδάφη της αυτοκρατορίας που είχαν πέσει στα χέρια των Σελτζούκων.
📍Δες ακόμα: 8 σημαντικές γυναίκες στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μελετώντας τις ανωτέρω προσωπικότητες εγείρονται διάφορα ερωτήματα για τη θέση της γυναίκας στη Βυζαντινή κοινωνία, μεταξύ των οποίων όπως είδαμε είναι το ζήτημα της διακυβέρνησης. Οι γυναίκες στο Βυζάντιο βάσει νόμων μπορούσαν να αποκτήσουν τα ηνία της εξουσίας (επί παραδείγματι οι αδελφές Ζωή και Θεοδώρα), μιας και η διαδοχή του στέμματος δεν εξαιρούσε τις κόρες από αυτή, όμως λόγω φύλου συναντούσαν συνεχώς εμπόδια και δυσκολίες. Τα κιτάπια της αυλής άφηναν, και ταυτόχρονα δεν άφηναν τις γυναίκες να ασκήσουν το κληρονομικό τους δικαίωμα ως αυτοκράτειρες του Βυζαντίου, μαρτυρώντας την έλλειψη διαύγειας από μεριάς του συστήματος (και κατ’ επέκταση της ίδιας της κοινωνίας) στο θέμα αυτό.
Αυτές, λοιπόν, ήταν κάποιες από τις γυναίκες που άφησαν το σημάδι τους στην ιστορία της αυτοκρατορίας. Με όπλο τη μόρφωση και το μυαλό τους, αλλά συχνά και την ομορφιά τους, έδρασαν ανά περιπτώσεις με γνώμονες τα συμφέροντα, την αυτοκρατορία, αλλά και τον λαό. Από τον κόσμο του θεάματος, των γραμμάτων, των πορφυρών αυτοκρατορικών δωματίων, οι γυναίκες στο Βυζάντιο κατάφεραν να διαδραματίσουν ενεργό ρόλο στην εποχή τους.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία/Πηγές (Τελευταία πρόσβαση: 22/4/2024)
- Κομνηνή Άννα, Αλεξιάς τ. Α΄, μτφρ. Σιδέρη Αλόη, Άγρα 1992.
- Κομνηνή Άννα, Αλεξιάς τ. Β΄, μτφρ. Σιδέρη Αλόη, Άγρα 1994.
- Προκοπίου Καισάρεως, Ανέκδοτα ή Απόκρυφη Ιστορία, μτφρ. Σιδέρη Α., Άγρα 1989.
- Garland L., Byzantine Empresses, women and power in Byzantium AD 527-1204, Routledge 2002.
- Herrin J., Γυναίκες στην πορφύρα: Ηγεμόνες του μεσαιωνικού Βυζαντίου, Ωκεανίδα 2001.
- Ντιλ Κ., Πορτρέτα Βυζαντινών, τόμοι Α΄-Γ’, Ωκεανίδα 2022.
- Τσώτσου – Moore M., «Θεοδώρα: Μια γυναίκα αυτοκράτειρα», Αρχαιολογία 21, 1986, 32-36.
- https://www.britannica.com/
- https://mathshistory.st-andrews.ac.uk/Biographies/Hypatia/
- https://www.worldhistory.org/
Πρόσφατα άρθρα: