Στη στάση του λεωφορείου

Στη στάση του λεωφορείου

Ένα διήγημα της Δέσποινας Καλλέργη.

«Στη στάση του λεωφορείου» είναι μια ιστορία της Δέσποινας Καλλέργη για την παθολογική ζήλια με φόντο την πόλη του Ηρακλείου. Διάβασέ τη παρακάτω!

Το δυνατό γέλιο της Ελπίδας σκίζει τη βουή του δρόμου και του προκαλεί ταχυκαρδία. Ο Άρης μένει να τη χαζεύει για λίγο, προτού χώσει τα χέρια στις τσέπες. Το κρύο του Φλεβάρη είναι τσουχτερό, μα δεν τον νοιάζει. Περνάει υπερβολικά καλά για να ενδιαφερθεί γι’αυτό. Τελικά, καλά έκανε που βγήκε με τους κολλητούς μερικά Σάββατα πριν. Αν είχε κάτσει σπίτι, δεν θα γνώριζε εκείνη.

Το κέντρο του Ηρακλείου σφύζει από ζωή παρά την ώρα και τη χαμηλή θερμοκρασία. Κόσμος πάει κι έρχεται. Πότε μεθυσμένος, πότε πληγωμένος, μόνος ή και με παρέα. Όμως ούτε ο Άρης ούτε η Ελπίδα δίνουν σημασία στους υπόλοιπους. Τώρα υπάρχει μόνο εκείνη και αυτός. Οι δυο τους. Μαζί. Κανένας άλλος.

«Φοβερό!» σχολιάζει χαριτωμένα η Ελπίδα την αστεία αφήγηση του, προκαλώντας του ακόμα ένα μικρό χαμόγελο. Εσύ είσαι φοβερή, σκέφτεται ο Άρης και με τα πράσινα μάτια του να μην ξεκολλάνε από τα δικά της κρατιέται με νύχια και με δόντια να μην ουρλιάξει από τη χαρά του. Χρόνια έχει να νιώσει έτσι, πόσο μάλλον για κάποια που γνωρίζει μόλις ένα μήνα, ίσως και κάτι λιγότερο από αυτό. 

«Ναι» μονολογεί έπειτα, ρίχνοντας το βλέμμα του στο έδαφος. «Θέλω να πιστεύω πως είναι καλό που δεν έχεις σταματήσει να γελάς!» δεν ελέγχει την παρόρμηση του, οπότε παραδέχεται τη σκέψη του μη μπορώντας να διακόψει την οπτική επαφή. Λες κι αν πάρει τα μάτια του από πάνω της, η Ελπίδα θα γίνει σκόνη, θα χαθεί. Το έξυπνο καστανό της βλέμμα φωτίζεται με μιας και τα μάγουλα της κοκκινίζουν σχεδόν αμέσως. Αφήνει ένα μικρό γελάκι, ρίχνοντας τη ματιά της στα μαύρα της παπούτσια. Η καρδιά της χτυπάει τόσο δυνατά που νιώθει πως θα εκραγεί μέσα στο στήθος της.

«Πιο καλό απ΄ όσο νομίζεις» κάπως αινιγματικά του απαντάει η Ελπίδα και το βήμα της σταματάει μόνο όταν φτάσουν στη στάση του λεωφορείου. Γιατί όσο καλά κι αν περνάει, κάποια στιγμή πρέπει να γυρίσει σπίτι της. Σφίγγει πάνω της το ζεστό μαύρο μπουφάν κι εύχεται μέσα της αυτή η έξοδος να διαρκούσε λίγο παραπάνω. Κι ας της λέει κάτι πως, όσο και να κρατούσε, ποτέ δεν θα ήταν έτοιμη να τον αποχωριστεί.

«Φτάσαμε!» του ανακοινώνει, ακόμα κι αν ξέρει πως δεν χρειάζεται. Ο Άρης ρίχνει το βλέμμα του στον ηλεκτρονικό πίνακα αφίξεων στη στάση και αφήνει μια ανάσα. Το λεωφορείο της πρόκειται να έρθει σε λιγότερο από δύο λεπτά.

«Πέρασα πολύ όμορφα απόψε» παραδέχεται εκείνη, παρόλο που νιώθει πως δεν πρέπει να το κάνει. Τη φοβίζει το πόσο άνετα την κάνει να αισθάνεται. Το πλατύ του χαμόγελο φωτίζει τον κόσμο γύρω της και νιώθει πως με το ζόρι μπορεί να αναπνεύσει. Είσαι πανέμορφος, η σκέψη τρυπώνει στο μυαλό της κι ας μην το θέλει. 

«Κι εγώ το ίδιο» σχεδόν ξεροβήχει ο Άρης. Κοιτάει ξανά τον πίνακα. Έχει μετά βίας ένα λεπτό. Θέλει να τη φιλήσει, αλλά φοβάται πως θα την τρομάξει. Έχει καταλάβει πως δεν ανοίγεται εύκολα στους άλλους. 

Εκείνη αισθάνεται τη μάχη που γίνεται μέσα του και νιώθει να τη γοητεύει ακόμα περισσότερο, αλλά δεν είναι έτοιμη για κάτι παραπάνω, τα μάτια της το μαρτυρούν σχεδόν σε κάθε βλέμμα. Κι ενώ το λεωφορείο είναι τώρα στη στροφή, απλώνει το χέρι του και της περνάει τρυφερά μια καστανή τούφα πίσω από το αυτί. Την πιάνει ταχυπαλμία. Η καρδιά της Ελπίδας χτυπάει πολύ δυνατά και φοβάται πώς ο Άρης θα την ακούσει. Εκείνος σκύβει ελαφρά και πριν προλάβει να γυρίσει το κεφάλι της στο πλάι, τα μαλακά του χείλη αφήνουν ένα τρυφερό φιλί στο μάγουλο της. Σαστίζει για μερικά δευτερόλεπτα· δεν το περίμενε κι αυτό την κάνει να χαμογελάσει. Την εξέπληξε ευχάριστα και η Ελπίδα δεν μπορεί να κρύψει τον ενθουσιασμό της. Δαγκώνει τα χείλη της για να μην φωνάξει από χαρά. 

«Θα τα πούμε, Άρη» τον αποχαιρετά όταν το λεωφορείο σταματήσει μπροστά τους. Ξέρει ότι το αποψινό είναι μόνο η αρχή για ό,τι ακολουθήσει από ‘δω και μπρος. Την κοιτάει σχεδόν με έρωτα και δεν τον νοιάζει αν αυτό φανεί. Την ερωτεύεται, το ξέρει ότι την ερωτεύεται.

«Να προσέχεις» είναι το μόνο που της λέει. Δύο βήματα αργότερα, εκείνη μπαίνει στο λεωφορείο φορώντας τη λιλά μάσκα της, η οποία δεν είναι αρκετή για να κρύψει το χαμόγελο που παλεύει με νύχια και με δόντια να εγκατασταθεί στα χείλη της. Κάθεται στη θέση της και στιγμιαία κοιτάει από το παράθυρο. Την κοιτάει ακόμα μ’ ένα πλάγιο χαμόγελο που η Ελπίδα πρόκειται να ερωτευτεί παράφορα στα χρόνια που ακολουθούν κι ας μην το ξέρει ακόμα. Γιατί τώρα είναι μόνο η αρχή. Είναι κάπως περίεργες οι αρχές. Γεμάτες χαρά, ενθουσιασμό και όνειρα. 

Και φόβο. 

***

Η ζέστη στο Ηράκλειο είναι ανυπόφορη. Με το ημερολόγιο να μετράει δύο ημέρες στον τελευταίο μήνα του καλοκαιριού και τους πρώτους καύσωνες να βαραίνουν την πόλη, το ελάχιστα δροσερό αεράκι της νύχτας δε φέρνει καμιά ανακούφιση. Κόσμος κυκλοφορεί, χαλαρώνει κάτω από τον έναστρο ουρανό· τίποτα δε μοιάζει να μπορεί να χαλάσει αυτή την ηρεμία. Τίποτα, εκτός από τον Άρη. 

«Περίμενε!» γρυλίζει μέσα από τα δόντια του. Η κοπέλα αρνείται να τον κοιτάξει, μόνο συνεχίζει να περπατάει βιαστικά προς τη στάση του λεωφορείου. 

«Ελπίδα, περίμενε» πάλι ο τόνος του ακούγεται άγριος, είναι στα όρια να τη βουτήξει από το χέρι και να τη φέρει κοντά του, αλλά ξέρει πως αν το κάνει θα ξεσπάσει πόλεμος. Η Ελπίδα του το ξεκαθάρισε αυτό από την πρώτη κιόλας στιγμή: δεν της αρέσει να την τραβολογούν. Φτάνει τελικά στη στάση, τρέχει να βγάλει εισιτήριο και καταριέται την ώρα και τη στιγμή που δεν είχε ένα εφεδρικό στην τσάντα της. Ακόμα κι αυτό την καθυστερεί τώρα. 

«Γαμώτο!» μονολογεί ο Άρης, καθώς τελικά απλώνει το χέρι του και γραπώνει το δικό της. Της ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι την ίδια στιγμή.

«ΜΗ ΜΕ ΑΓΓΙΖΕΙΣ!» τσιρίζει έξαλλη η Ελπίδα, τραβώντας τα άκρα της από το δυνατό του κράτημα. Ο λίγος κόσμος στη στάση γυρίζει να τους κοιτάξει από την ξαφνική ταραχή. Μέχρι και ο ίδιος ο Άρης παγώνει από την αντίδραση της και υψώνει κατευθείαν τα χέρια αμυντικά.

«ΦΤΑΝΕΙ ΑΡΗ! ΑΚΟΥΣ; ΦΤΑΝΕΙ!» τα μάτια της έχουν κοκκινίσει και μισεί τον εαυτό της γι’αυτό. Αλλά πάντα έτσι ήταν η Ελπίδα: όταν θυμώνει, όταν στεναχωριέται, όταν πνίγεται συναισθηματικά, ο χείμαρρος μέσα της κερδίζει την ανάγκη της να μείνει σταθερή και ξεσπάει σε λυγμούς. 

«ΣΕ ΚΟΙΤΟΥΣΕ ΡΕ ΕΛΠΙΔΑ! ΤΙ ΗΘΕΛΕΣ ΝΑ ΚΑΝΩ;» το γεγονός ότι μετά από όλα αυτά προσπαθεί να αποδείξει ότι έχει δίκιο είναι αυτό που τελικά την βγάζει από τα ρούχα της. Τον αγαπάει πολύ, αλλά έπρεπε να είναι τόσο ισχυρογνώμων;

«ΠΑΝΤΩΣ ΟΧΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΚΑΝΕΣ!» τα μισόκλειστα από τον θυμό μάτια της τρέχουν ασταμάτητα κι αυτό τον τσακίζει. Την έκανε να νιώσει άσχημα και ο Άρης μετανιώνει πολύ. Δεν του αρέσει όταν η κατάσταση ξεφεύγει και μαλώνουν και, αν μπορούσε να γυρίσει τον χρόνο πίσω δε θα έριχνε μια ξεγυρισμένη γροθιά σε εκείνον τον άθλιο τύπο που την κοιτούσε σαν λιγούρης! Μα είναι κι αυτός πολύ θυμωμένος για να το παραδεχτεί. Αν μη τι άλλο, εκείνος ο γελοίος όντως την κοιτούσε!

«ΡΕ ΚΟΠΕΛΑ ΜΟΥ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙΣ; ΤΡΕΛΑΙΝΟΜΑΙ ΟΤΑΝ ΣΕ ΚΟΙΤΑΝΕ! ΚΑΙ ΦΟΡΑΣ ΚΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΦΟΡΕΜΑ…ΧΙΛΙΑ ΚΟΜΜΑΤΙΑ ΘΑ ΤΟ ΚΑΝΩ ΤΟ ΓΑΜΗΜΕΝΟ ΟΤΑΝ ΓΥΡΙΣΟΥΜΕ ΣΠΙΤΙ!» στην πραγματικότητα δεν του φταίει το φόρεμα και η Ελπίδα το ξέρει. Της χάλασε τη βραδιά και μόνο αυτό έχει σημασία. Στα λόγια του γελάει δυνατά μέσα από το κλάμα της. Αυτή τη ζήλια να μην είχες, θέλει να του πει. Μόνο αυτή τη ζήλια…

«ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΟΥ ΝΑ ΠΑΣ ΕΣΥ! ΕΓΏ ΘΑ ΠΑΩ ΣΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ!» του λέει, κοιτώντας τον κατάματα προτού στρέψει την πλάτη της για να βγάλει τελικά το εισιτήριο. Ο Άρης σοβαρεύει απότομα. Οι τόνοι κατεβαίνουν την ίδια στιγμή, με δύο μεγάλες δρασκελιές την πλησιάζει, τη γυρνάει με φόρα για να τον κοιτάξει ξανά και τα δακρυσμένα καστανά ματάκια της τον πεθαίνουν. Είναι πολύ όμορφος άνθρωπος η Ελπίδα μου για να κλαίει. Και αυτές τις μέρες, μοιάζει να κλαίει πολύ. Η σκέψη αυτή του προκαλεί θλίψη, θυμό και πόνο· κυρίως πόνο. Τον ίδιο πόνο που διαλύει την Ελπίδα. 

«Είπαμε ότι σήμερα θα μείνεις μαζί μου» σχεδόν γρυλίζει.

«Επίσης, είπαμε ότι θα περάσουμε καλά!» κάνει να τον σπρώξει κι εκείνος της πιάνει τα χέρια πριν το καταφέρει.

«Συγγνώμη! Εντάξει; Συγγνώμη!» παραδίνεται ταρακουνώντας την. Είναι ίσως η πρώτη φορά που χρειάζεται να της ζητήσει συγγνώμη για κάτι. Για λίγο πέφτει σιγή ανάμεσα τους, προτού η Ελπίδα συνεχίσει να κλαίει σχεδόν γοερά. Τα χέρια της πέφτουν άκαμπτα στους γοφούς της κι έτσι ο Άρης βρίσκει την ευκαιρία να την αγκαλιάσει πολύ και σφιχτά. Την κρατάει κολλημένη πάνω του ευχόμενος να μπορούσε να θάψει μια για πάντα τον ζηλιάρη εαυτό του. Της αξίζει κάτι καλύτερο κι αυτό ακριβώς είναι που τον τρομάζει τόσο πολύ.

«Ενάμιση χρόνο μαζί κι εσύ ακόμα δεν με εμπιστεύεσαι…» το παράπονο στη φωνή της κάνει τα μέσα του να σπαράζουν. «Λες και δεν ξέρεις ότι εγώ…» ένας λυγμός την πνίγει.

«…σ’ αγαπάω» παραδέχεται τελικά σφίγγοντας τον όσο περισσότερο μπορεί στην αγκαλιά της. Τα λόγια της τον αιφνιδιάζουν, μα του προκαλούν τέτοιο χαμόγελο που τα πάντα γύρω τους φωτίζονται ξαφνικά. Ο Άρης δεν σκέφτεται ούτε για ένα λεπτό να απομακρυνθεί, όσο κι αν θέλει να την κοιτάξει στα μάτια για να βεβαιωθεί πως άκουσε σωστά. Με το κεφάλι της να ξεκουράζεται στέρνο του, αφήνει ένα μικρό φιλάκι στο μέτωπο της.

«Κι εγώ σ’ αγαπάω, Ελπιδάκι μου» της το ψιθυρίζει σαν να είναι το πιο φοβερό μυστικό του κόσμου που μόνο οι δυο τους πρέπει να ξέρουν. Χαμογελάει κι αυτή αχνά σηκώνοντας το κεφάλι της για να τον κοιτάξει. Είναι όμορφος ο Άρης της. Στα μάτια της δεν υπάρχει κάποιος καλύτερος και τη θλίβει πολύ που εκείνος δεν το βλέπει. Τι κάνω λάθος…αναρωτιέται η Ελπίδα κάθε φορά σε κάθε καυγά.

«Τι θα σε κάνω;» σχεδόν μονολογεί εκείνη χαϊδεύοντας στοργικά το κόκαλο κάτω από το μάτι του. Το χαμόγελο του γίνεται παιχνιδιάρικο, λίγο αφότου αφήσει ένα τρυφερό φιλί στον καρπό της. 

«Θα έρθεις μαζί μου. Στο σπίτι μου», το κάνει να ακούγεται σαν ανακοίνωση, μα σχεδόν την εκλιπαρεί. Εκείνη κουνάει το κεφάλι θετικά αφήνοντας μια βαθιά ανάσα.

«Θα έρθω» συμφωνεί τελικά ακόμα λίγο πικραμένη.

«Για απόψε!» τονίζει κουνώντας με νόημα το δείκτη της μπροστά από το πρόσωπο του δείχνοντας του ότι είναι ακόμα θυμωμένη μαζί του. Ο Άρης γελάει δυνατά σαν παιδί που του χαρίζουν τον κόσμο και η καρδιά της φτερουγίζει σαν παλαβή από έρωτα. Το λατρεύει το γέλιο του. 

«Για απόψε!» συμφωνεί χατιρικά μαζί της. Και για κάθε απόψε, θέλει να της πει. 

Δεν περιμένει άλλο, σκύβει και τα χείλη του αγκαλιάζουν επιτέλους τα ζεστά δικά της. Η ανακούφιση που όλο αυτό τελείωσε είναι τόσο μεγάλη για την Ελπίδα, που σχεδόν αναστενάζει μέσα στο φιλί τους με την καρδιά της να χτυπάει ακόμα και τώρα εξωφρενικά γρήγορα. Η δική του καρδιά φαίνεται σαν να ζηλεύει, οπότε συγχρονίζεται. Δεν αρέσει σε κανέναν από τους δύο όταν μαλώνουν, όμως συμβαίνει συχνά. Πολύ συχνά. 

Το γεμάτο Αυγουστιάτικο φεγγάρι γίνεται μάρτυρας του πάθους και του έρωτα τους και τώρα πια και της αγάπης τους, της δυνατής, ζηλιάρας, όμορφης αγάπης τους. Και το λεωφορείο για το σπίτι της φτάνει, περνά, χάνεται.

***

«Πρέπει να σταματήσεις να έρχεσαι εδώ κάθε φορά που τσακωνόμαστε» η φωνή του τη βγάζει από τις σκέψεις της, αλλά δε γυρίζει να τον κοιτάξει. Τα μάτια της είναι στραμμένα στο δρόμο απέναντι, όσο σιωπηλή παίζει μηχανικά με το ασημένιο βεράκι στον αριστερό της μέσο, δώρο του Άρη όταν γιόρτασαν τα δύο χρόνια σχέσης τους. Εκείνος την παρατηρεί και αγχώνεται. Μέσα του εύχεται να μην ήξερε ότι μόνο όταν η Ελπίδα νιώθει πως βρίσκεται σε αδιέξοδο πειράζει τα δαχτυλίδια της. Η σκέψη ότι έχουν φτάσει σε τέλμα τον τρομάζει.

«Θα σταματήσω» μουρμουρίζει. «Γιατί δε θα ξανά τσακωθούμε», λέει τόσο σιγά που ο Άρης δεν την ακούει.

Κάθεται κι αυτός πάνω στην πλάτη στο ξύλινο παγκάκι ακριβώς δίπλα της. Δε μπορεί να τον κοιτάξει. Το τσουχτερό κρύο του Φεβρουαρίου δεν είναι αρκετό για να σβήσει τη φωτιά που την καίει μέσα της και είναι κάτι που φαίνεται ολοκάθαρα στον τρόπο που αρνείται πεισματικά να του ρίξει έστω και μια ματιά. Για λίγο δεν μιλάνε, η σιωπή το κάνει από μόνη της. 

«Είσαι ακόμα θυμωμένη;»

«Δεν είμαι θυμωμένη» απαντά και με το ζόρι αναπνέει. Απογοητευμένη είμαι, σκέφτεται, αλλά αυτή τη φορά δεν βγαίνει ούτε ψίθυρος. Το κρατάει για τον εαυτό της. 

«Έχασα τον έλεγχο, Ελπίδα» η λαχτάρα του να τον πιστέψει τον κάνει να ακούγεται στ’ αλήθεια κουρασμένο και λυπημένο. Εκείνη κουνάει το κεφάλι της θετικά. Το ξέρω, θέλει να του πει, όμως η φωνή της δε βγαίνει. 

«Επιτέθηκες στον μπαμπά της μαθήτριας μου» του λέει κι ακόμα και τώρα που το ακούει δυνατά δυσκολεύεται να το πιστέψει. «Με εξέθεσες» η φωνή της σπάει.

«Μα σου έφερε λουλούδια! Και σου γελούσε σαν ηλίθιος! Τι ήθελες να κάνω; Να συνεχίσω να τον βλέπω να σου την πέφτει;» προσπαθεί να δικαιολογήσει τον εαυτό του. Η κοπέλα γελάει κάπως πικρά, κοιτώντας ψηλά τον ουρανό. Όχι τον Άρη. Ποτέ αυτόν.

«Μου έφερε λουλούδια γιατί βοήθησα την κόρη του με την κρίση επιληψίας. Και δεν μου τα έφερε μόνος του, αλλά με τη γυναίκα του. Όμως αυτά είναι μάλλον ψιλά γράμματα για σένα» σχεδόν τον ειρωνεύεται, μα αυτή τη φορά ο Άρης δε μιλάει. Ξέρει ότι ξεπέρασε τα όρια περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή και πιο πολύ απ’ όλα τον τρομάζει το γεγονός ότι εκείνη δεν κλαίει. Αυτή η ψυχραιμία, η σχεδόν απάθειά της τον τρομοκρατεί. Γιατί μέσα του ξέρει πολύ καλά ότι η Ελπίδα του έχει χάσει πια την πίστη της στη σχέση τους και είναι δικό του λάθος. 

«Συγγνώμη-» η φωνή του τρέμει. Ακούγεται απελπισμένος. 

«Δεν αρκεί» τον διακόπτει ήρεμη.

«Είμαστε μαζί τρία χρόνια, μένουμε μαζί, κοιμόμαστε μαζί! Και εσύ ακόμα και τώρα, μετά από όλα αυτά που έχουμε ζήσει δεν μπορείς να με εμπιστευτείς. Και δεν είναι δικό μου λάθος. Τώρα πια είμαι σίγουρη ότι δεν είναι δικό μου λάθος!» του μιλάει δυνατά, κυρίως για να συνειδητοποιήσει τα ίδια της τα λόγια παρά για να τα καταλάβει αυτός.

«Το ξέρω, έχεις δίκιο»

Ο Άρης παραδέχεται πως φέρθηκε ανόητα και ανώριμα. Όμως αυτό δεν είναι αρκετό, γιατί η Ελπίδα πλέον ξέρει πως ακόμα κι αν δεν προσπαθεί πια να υπερασπιστεί τον εαυτό του, ο Άρης δεν μπορεί να δει τι έχει προκαλέσει· δεν πρόκειται να αλλάξει. Εδώ δεν άλλαξε τρία χρόνια τώρα.

«Απλά εγώ-»

«Αυτό είναι το πρόβλημα, Άρη. Εσύ. Πάντα σκέφτεσαι πώς νιώθεις εσύ. Το πώς αισθάνομαι εγώ με αυτά που κάνεις δεν έχει καμία σημασία. Και ξέρεις κάτι; Το θεωρώ γελοίο στα είκοσι επτά μου χρόνια να έχω τέτοια προβλήματα» μια που το λέει και μια που σηκώνεται από το παγκάκι και πλησιάζει το αυτόματο μηχάνημα για να βγάλει ένα εισιτήριο. Ο Άρης περνάει τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά του νευρικά.

«Τι κάνεις τώρα;» ανεβάζει ασυναίσθητα τον τόνο της φωνής του και το μετανιώνει την ίδια στιγμή. Νιώθει θυμωμένος, αλλά όχι μαζί της. 

«Γυρίζω σπίτι» η Ελπίδα απαντά μονότονα. Νιώθει κουρασμένη για να τσακωθεί πάλι, δεν έχει την απαραίτητη ενέργεια για να το κάνει ούτε την όρεξη. Εκείνος πονάει πολύ που δεν τον κοιτάει, του καίει το μυαλό, τη θέλει τόσο που χάνει τον έλεγχο συνέχεια. Σηκώνεται, λοιπόν, από το παγκάκι και την πλησιάζει με την ψυχραιμία του να στερεύει λίγο-λίγο κάθε λεπτό. Όσο περνάει η ώρα κι εκείνη δεν τον συγχωρεί ταράζεται, χάνει το μυαλό του, σχεδόν τον τρελαίνει η στάση της.

«Ωραία, θα γυρίσουμε μαζί. Με το αμάξι. Δεν χρειάζεται να πάρεις λεωφορείο» προσπαθεί να την πείσει σχεδόν κολλημένος δίπλα της. Το εισιτήριο εκδόθηκε και μόνο όταν ανοίξει το μικρό πορτάκι κάτω χαμηλά και βάλει το χέρι της στη θυρίδα του μηχανήματος για να το πιάσει, γυρίζει και τον κοιτάζει. Τα μάτια της είναι ελαφρώς βουρκωμένα, μα τίποτα άλλο πάνω της δεν προδίδει ότι θέλει να κλάψει. Είναι μόνιμα ανέκφραστη.

«Δεν θα έρθω στο σπίτι, θα πάω στο πατρικό μου» ανακοινώνει με τέτοια ψυχραιμία που αν ο Άρης δεν την ήξερε, θα πίστευε ότι όλο αυτό που έγινε της είναι αδιάφορο. Τα μπλε του μάτια γουρλώνουν, το χρώμα χάνεται με μιας από το πρόσωπο του, πανιάζει, ο αέρας γύρω του δεν ανακυκλώνεται, στερεύει από οξυγόνο.

«Τι;» έχει παγώσει ολόκληρος.

«Και αύριο μετά το σχολείο θα έρθω να μαζέψω τα πράγματα μου» η δεύτερη ανακοίνωση, είναι αυτή που σπέρνει τον πανικό μέσα του. Αυτόματα, τα χέρια του γραπώνουν τα μπράτσα της, την κρατάει σταθερή μπροστά του με απόγνωση, γιατί θέλει τόσα να της πει, τόσα να της εξηγήσει αλλά δεν μπορεί να ψελλίσει έστω κάτι. Ούτε καν ένα όχι, ή ένα μείνε

«Τελείωσε, Άρη. Δεν μπορώ άλλο. Κουράστηκα να ξυπνάω με το φόβο ότι κάποιος μπορεί να μου μιλήσει κι εσύ θα του επιτεθείς!» του ανακοινώνει και κάθε προσπάθεια της να φανεί δυνατή διαλύεται όταν η φωνή της σπάει. Το κρύο γίνεται ακόμα πιο έντονο και ο δυνατός αέρας του χειμώνα μαστιγώνει τα πρόσωπά τους, μα το ψύχος που αισθάνεται μέσα της είναι ακόμα πιο δυνατό. Το λεωφορείο φαίνεται πια από μακριά, ολοένα και πλησιάζει.

«Ελπιδάκι μου…» ραγίζει και η δική του φωνή. Ένας λυγμός τον πνίγει. Η Ελπίδα δεν απαντάει, μόνο τεντώνεται και του χαρίζει ένα τελευταίο φιλί προτού κάνει δύο βήματα μπροστά και σηκώσει το χέρι της.

Ούτε ένα λεπτό μετά το λεωφορείο σταματάει μπροστά της και η Ελπίδα μπαίνει μέσα όσο πιο γρήγορα μπορεί. Εκείνος δεν της μιλάει, δεν προσπαθεί να τη σταματήσει. Για αυτόν όλα είναι ένα κακό όνειρο και σε λίγο θα ξυπνήσει. Η Ελπίδα κάθεται βιαστικά σε μια θέση και σε μια στιγμή ειρωνική γυρνάει να τον κοιτάξει· σαστισμένος και δακρυσμένος την παρατηρεί να απομακρύνεται. Φαίνεται τόσο πληγωμένος όσο και εκείνη. Αυτή η στιγμή φέρνει μαζί της κάτι παλιό, γνώριμο και ανεκτίμητο, κάτι που της προκαλεί αβάσταχτο πόνο, κάτι που τη λυγίζει. Δεν αντέχει, τα σωθικά της καίγονται, σπαράζουν, κλαίει σιωπηλά στο λεωφορείο με τη λαιμουδιέρα να καλύπτει μόνο τους λυγμούς της. Τίποτε άλλο. Οι πόρτες κλείνουν. Το λεωφορείο ξεκινάει. 

ΤΕΛΟΣ

Λίγα λόγια για τη συγγραφέα

Η Δέσποινα Καλλέργη γράφει τα τελευταία έξι χρόνια της ζωής της (ασταμάτητα και με το ίδιο πάθος πάντα) και δε δημοσιεύει τίποτα προτού το διαβάσουν πρώτα οι πιο φανατικές αναγνώστριές της: οι φίλες της. Αυτό που τη δυσκολεύει περισσότερο είναι να μιλάει σοβαρά για τον εαυτό της, οπότε συνήθως βάζει τους ήρωές της να το κάνουν για εκείνη.

📙 Διάβασε κι άλλες ιστορίες της Δέσποινας Καλλέργη στο Wattpad.

🗣️Ακολούθησε τη Δέσποινα Καλλέργη στο Instagram.

Μοιράσου το άρθρο

το βιβλίο μου