Στο Λας Βέγκας

Στο Λας Βέγκας

Ένα διήγημα της Αγάπης Μπουντούρη

«Στο Λας Βέγκας» είναι μια ρομαντική ιστορία της Αγάπης Μπουντούρη με θέμα μια ανέλπιστη σύμπτωση στην πιο εκκεντρική πόλη της Νεβάδα. Διάβασέ τη παρακάτω!

«Λας Βέγκας;»

«Αχα!»

«Αυτό το Σάββατο; Δηλαδή, δυο μέρες πριν τον γάμο μου;»

«Ακριβώς». Συνέχισα αποφεύγοντας τη σοκαρισμένη έκφραση στο πρόσωπο της κολλητής μου, Τζένι.

Εκείνη, άφησε ένα αδύναμο γελάκι και με τη βοήθεια της περιφερειακής μου όρασης, την είδα να τρίβει τους κροτάφους της δυνατά. «Λάνα, ξέρω πως αυτοί οι μήνες δεν σου έχουν φερθεί και τόσο καλά-»

«Τζεν, πίστεψε με, δεν έχει να κάνει με τον Τζος. Τον έχω ξεπεράσει πλέον».

Από το μειδίαμα των χειλιών της, ήμουν βέβαιη πως δε με πίστευε.

«Ωραία. Τότε, πως εξηγείς το γεγονός πως η κολλητή και κουμπάρα μου αποφασίζει τελευταία στιγμή να τα αφήσει όλα πίσω και να φύγει για ταξιδάκι στο Λας Βέγκας;»

Επιτέλους, σήκωσα τη ματιά μου από το κινητό εντελώς και επικεντρώθηκα σε εκείνη. Γύρω μας επικρατούσε ησυχία καθώς ήταν απόγευμα Πέμπτης και το καφέ της γειτονιάς μας ήταν σχεδόν άδειο. Εδώ ήταν το στέκι μας μερικά χρόνια τώρα από τις μέρες μας στο Πανεπιστήμιο.

«Έχουμε την πρόβα την Κυριακή και το μπάτσελορ επίσης. Θα λείπεις από αυτά;»

«Όχι βέβαια». Τη διαβεβαίωσα αιχμαλωτίζοντας τα χέρια της μέσα στις παλάμες μου, «Δεν θα το έχανα ποτέ αυτό. Είναι η στιγμή σου!»

«Τότε; Θα πας για μερικές ωρίτσες μόνο; Πότε θα προλάβεις;»

Εγώ ξεφύσησα με εκνευρισμό, «Δεν ξέρω, εντάξει; Μόλις τώρα το σκέφτηκα».

Εκείνη σταύρωσε τα χέρια της κι ανακάθισε πίσω περιμένοντας κάτι παραπάνω από εμένα· μια καλύτερη εξήγηση που όμως δεν είχα. Τα πράγματα ήταν ακριβώς όπως τα περιέγραφα όμως, έπρεπε να φύγω.

«Μάλιστα. Αφού θα επιστρέψεις εγκαίρως, τότε μπορώ να έρθω κι εγώ;» Ρώτησε φέρνοντας μερικές τούφες κατάμαυρων μαλλιών μπροστά.

Συνειδητοποίησα πως εγώ και η Τζεν ήμασταν σαν τη μέρα με τη νύχτα· εκείνη με μαύρα μαλλιά και καταγάλανα μάτια φάνταζε σαν μια αιθέρια ύπαρξη κι εγώ, με τα ξανθά, σπαστά μαλλιά και τα καστανά μάτια, σαν ηλιαχτίδα, όπως πολλοί με χαρακτηρίζουν.

«Πριν μισό λεπτό μόνο που δε με σκότωσες με το ψυχρό σου βλέμμα και τώρα θέλεις να έρθεις μαζί;» της ανταπέδωσα.

«Ναι. Αφού θα γυρίσουμε στην ώρα μας δεν χρειάζεται να ανησυχώ για κάτι, σωστά;»

Αθέτησα όμως τον λόγο μου και αφού οι δρόμοι μας χωρίστηκαν εκείνο το βράδυ, κατευθύνθηκα προς το σπίτι, έφτιαξα έναν μικρό σάκο με τα απαραίτητα και το πρωί βρισκόμουν ήδη στο αεροδρόμιο κλείνοντας ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή για Λας Βέγκας. Η Τζεν θα με συγχωρούσε, θα καταλάβαινε όταν της εξηγούσα το γιατί έφυγα· μέχρι τότε όμως, θα με μισούσε.

Η πτήση δεν διήρκησε πολύ, δεν ήταν και μεγάλος ο δρόμος από το Σαν Φρανσίσκο, άλλωστε. Μια ώρα μόνο. Από εκεί, κατάφερα να βρω ένα ταξί ώστε να με πάει μέχρι το χόστελ που θα έμενα. Δεν το είχα ξανακάνει αυτό· να μοιράζομαι τον χώρο μου με ξένους, εννοώ. Αλλά, για όλα υπάρχει πρώτη φορά, υποθέτω, κι αυτό το ταξίδι ήταν αφιερωμένο σε αυτό. Στην πρώτη φορά.

«Ορίστε η κάρτα δωματίου σας», ανήγγειλε η γλυκιά κοπέλα στη ρεσεψιόν κι εγώ ανέβηκα αμέσως στο δωμάτιο.

Για την τιμή του ήταν αξιοπρεπές. Ένας μακρόστενος χώρος με κόκκινες ταπετσαρίες αριστερά και δεξιά όπου βρίσκονταν και οι κουκέτες, έξι στο σύνολο. Η δικιά μου ήταν στο τέλος του μακρόστενου δωματίου δίπλα από το παράθυρο. Χωρίς πολλή σκέψη, άφησα τα πράγματα μου μέσα στο δικό μου ασημένιο ντουλαπάκι, το κλείδωσα και έφυγα.

Το μέρος που έψαχνα ήταν κοντά και με περίμενε. Το λεωφορείο με άφησε λίγα τετράγωνα μακριά από τον προορισμό μου και ξεκίνησα τη διαδρομή με τα πόδια. Το Λας Βέγκας πέρα από τα αμέτρητα κέντρα διασκέδασης και καζίνα, ήταν μια πόλη όπως όλες οι άλλες. Έχοντας κοντά και μια μεγάλη έκταση ερήμου, καθιστούσε το κλίμα και γενικώς την ατμόσφαιρα της ολίγον αποπνικτική και ξερή. Το κτίριο που έψαχνα στέγαζε μια ασφαλιστική εταιρεία. Εκεί υποτίθεται θα τον έβρισκα.

«Πως μπορώ να σας βοηθήσω;» με ρώτησε ο νεαρός υπάλληλος στη γραμματεία.

Έλα Λάνα, μπορείς να το κάνεις.

«Βασικά, ήθελα να σας ρωτήσω για έναν από τους εργαζόμενούς σας»

Εκείνος περίμενε με ένα από εκείνα τα αυτόματα, ψεύτικα χαμόγελα στο πρόσωπο του.

«Μήπως δουλεύει εδώ ο Τέιλορ Μόνικ;»

Και τότε ήταν που η έκφραση του άλλαξε, «Με συγχωρείτε αλλά ο κ. Μόνικ συνταξιοδοτήθηκε πριν δυο χρόνια».

Η καρδιά μου σφίχτηκε κι ένιωσα ξαφνικά σαν ο χώρος γύρω μου να έκλεινε· σα να δυσκολευόμουν να ανασάνω.

«Δε- δεν τυχαίνει να ξέρετε που μπορεί να μένει, έτσι;»

«Με συγχωρείτε… πως λέγεστε;»

«Λάνα»

«Λάνα, είναι προσωπικά δεδομένα. Καταλαβαίνεις…»

Ναι, ήθελα να πω, καταλαβαίνω πως έκανα όλον αυτόν τον δρόμο για να βρω τον πατέρα μου με μόνο στοιχείο το μέρος εργασίας του και τώρα δεν είχα κανέναν άλλον τρόπο να τον εντοπίσω.

«Ναι, φυσικά». Ξεροκατάπια και προσπάθησα να ανασυγκροτήσω τις σκέψεις μου, «Με συγχωρείτε για την ενόχληση».

Καθώς έφευγα από την εταιρεία ήταν σα να βαδίζω στα τυφλά, δεν ήξερα που πήγαινα και τι έκανα κι έτσι έπεσα πάνω σε εκείνον.

«Ουφ!» ακούστηκε καθώς το σώμα μου συγκρούστηκε με έναν ξένο κι έπειτα ένιωσα καυτό υγρό να μουσκεύει τη μπλούζα μου.

«Ποιο είναι το πρόβλημα σου; Δεν βλέπεις που πηγαίνεις;» Άκουσα μια βαθιά φωνή σχεδόν να μουγκρίζει από τον εκνευρισμό.

Σήκωσα τη ματιά μου και συνάντησα έναν πελώριο τύπο που τώρα πια ο καφές του κοσμούσε τα ρούχα μου. Σταμάτησα μονομιάς. Μπροστά μου στεκόταν ένας από τους ομορφότερους άντρες που έχω δει ποτέ. Ναι, όμορφος. Έτσι μονάχα μπορούσα να χαρακτηρίσω την παρουσία του. Με περνούσε τουλάχιστον ένα κεφάλι, αλλά το ύψος του δεν ήταν το μοναδικό πράγμα που με είχε πιάσει απροετοίμαστη. Τα καστανά μαλλιά του ήταν τριμαρισμένα στα πλαϊνά σχεδόν μέχρι το τριχωτό της κεφαλής του, ενώ τα υπόλοιπα τα είχε φέρει πίσω με κάποιου είδους τζελ, το πρόσωπό του ήταν μαλακό αλλά με μια δόση αυστηρότητας λόγω του διαπεραστικού του βλέμματος.

«Με- με συγχωρείς δε σε είδα-»

«Αυτό είναι το μόνο σίγουρο». Απάντησε εκείνος προσπαθώντας να ελέγξει τον τόνο της φωνής του, αλλά ανεπιτυχώς.

«Συγγνώμη, αλλά εγώ θα έπρεπε να είμαι αυτή που νευριάζει».

Σήκωσε ένα φρύδι επιδεκτικά περνώντας τη ματιά του κατά μήκος του σώματος μου, «Αμφίβολο».

Θεέ μου, γιατί δίνεις τέτοια ομορφιά σε τόσο άχαρους ανθρώπους;

«Ζήτησα και συγγνώμη σε έναν κόπανο σαν κι εσένα! Τι χαζή που είμαι!» ψέλλισα περισσότερο στον εαυτό μου, αλλά ο άντρας μπροστά μου το έπιασε και τότε ήταν που είδα την έκφραση του να αλλάζει και να γλυκαίνει κάπως.

Μείναμε σιωπηλοί καθώς προσπαθούσα να καθαριστώ ανεπιτυχώς. Ο δρόμος στον οποίο βρισκόμασταν εκείνη τη πρωινή ώρα δεν ήταν ιδιαίτερα γεμάτος οπότε δεν ήταν πως μπορούσα και εύκολα να κρύψω τη ντροπή μου από εκείνον.

«Κοίτα» ξεκίνησε κι εγώ έσυρα τη ματιά μου προς το πρόσωπο του. Φαινόταν αγχωμένος και εκείνη τη στιγμή έξυνε με αμηχανία το σβέρκο του «Πράγματι, εγώ θα έπρεπε να απολογούμαι. Δεν είναι πως κι εγώ έβλεπα που πήγαινα γιατί έστελνα ένα μήνυμα εκείνη τη στιγμή. Πως μπορώ να επανορθώσω;»

Εγώ έμεινα άφωνη από την τόσο δραστική αλλαγή στη συμπεριφορά του, «Δε- δεν χρειάζεται να κάνεις κάτι. Μου φτάνει που αναγνώρισες κι ο ίδιος το λάθος σου».

Ένα στραβό χαμόγελο άρχισε να δημιουργείται σε εκείνα τα θελκτικά χείλη που δεν μπορούσα να σταματήσω να κοιτώ, «Εντάξει, λοιπόν» απάντησε κι εγώ συνέχισα να τρίβω τη κατεστραμμένη μου μπλούζα. Εκείνος το παρατήρησε, «Έχω μια ιδέα!» άρχισε να λέει, «Γιατί δεν έρχεσαι μαζί μου μέχρι το γραφείο μου; Έχω μια αλλαξιά ρούχων εκεί κι έπειτα κερνάω φαγητό!»

Μου ξέφυγε ένα γελάκι από την αμηχανία, «Τόση προθυμία δείχνεις σε κάθε ξένο που συναντάς;»

«Όχι» έφτιαξε τον γιακά του πουκαμίσου του με μάτια προσγειωμένα πάνω μου όλη την ώρα, «Φαίνεται εσύ να είσαι η εξαίρεση».

«Δεν ξέρω καν το όνομα σου».

«Αυτό σε εμποδίζει από το να δεχτείς, λοιπόν; Είναι Άνταμ».

Άφησα ένα μουρμουρητό σταυρώνοντας τα χέρια μου γύρω από τον εαυτό μου. Φυσικά και θα τον έλεγαν Άνταμ.

«Θέλεις μήπως να μου πεις κι εσύ το δικό σου;»

«Λάνα».

«Χάρηκα για τη γνωριμία. Λοιπόν, τι λες; Πάμε;»

Αν και το χόστελ μου βρισκόταν πολύ κοντά και θα μπορούσα κάλλιστα να αλλάξω εκεί, δέχτηκα τη πρόσκληση του. Ένας πανέμορφος άντρας σου προσφέρει δωρεάν φαγητό και να περάσει χρόνο μαζί σου. Με δουλεύεις; Εννοείται πως θα δεχτείς. Άλλωστε, ίσως αυτός ο χρόνος που θα περάσω μαζί του να μπορέσει έστω να επουλώσει το κενό που είχε δημιουργηθεί λίγο πρωτύτερα.

***

Το γραφείο του αποδείχθηκε πως βρισκόταν στο ίδιο κτίριο με την ασφαλιστική του πατέρα μου. 

Καθώς μπαίναμε στον χώρο, ξεπέρασα το σοκ αυτής της επεισοδιακής γνωριμίας. Ο Άνταμ, με οδήγησε προς το ασανσέρ αφήνοντας μας στον έβδομο όροφο όπου βρισκόταν το δικηγορικό γραφείο στο οποίο εργαζόταν τα τελευταία τρία χρόνια. Με άφησε στο γραφείο με μια αλλαξιά ρούχων: ένα άσπρο, μακρύ λινό πουκάμισο που έφτανε μέχρι τα γόνατα μου κι ένα υφασμάτινο, μαύρο παντελόνι. Κατάφερα να τα φέρω και τα δύο στα μέτρα μου σηκώνοντας ελάχιστα τα μακριά μπατζάκια του παντελονιού και τοποθετώντας το τέλος του πουκαμίσου μέσα από το παντελόνι. Ένα απρόσμενο χαχανητό μου ξέφυγε αφού κοίταξα τον εαυτό μου στην αντανάκλαση της γυάλινης τζαμαρίας του γραφείου· μια μαγευτική θέα του Λας Βέγκας απλωνόταν από κάτω. Ήμουν γελοία αλλά για την ώρα θα λειτουργούσε.

Ο Άνταμ στάθηκε κύριος και δε σχολίασε το ντύσιμο μου. Αντ’ αυτού, έβγαλε από το πρώτο συρτάρι κοντά στο γραφείο του έναν κατάλογο από το αγαπημένο του Κινέζικο εστιατόριο -όπως με πληροφόρησε-  και μου τον έδωσε λέγοντας: «Κερασμένα από εμένα».

Οι υπόλοιπες ώρες πέρασαν με εμάς κλειδωμένους μέσα στο ευρύχωρο γραφείο του τρώγοντας και συζητώντας. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση που δεν είχε δουλειά αλλά με διαβεβαίωσε πως σήμερα ήταν το ρεπό του και είχε περάσει από την εταιρεία για να εξακριβώσει μερικά έγγραφα πελατών του. Αν και η πρώτη μου εντύπωση για εκείνον δεν ήταν η καλύτερη, τελικά, αποδείχθηκε πως αυτός ο άντρας ήταν ένας από τους πιο γλυκούς ανθρώπους εκεί έξω. Μου μίλησε λίγο για τη ζωή του και για την οικογένεια του· γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Γουισκόνσιν και οι γονείς του ακόμη ζούσαν εκεί. Είναι ο μεγαλύτερος στην οικογένεια κι έχει άλλα δύο αδέρφια δίδυμα.

«Κι εσύ;» μου είπε αφού μόλις είχε τελειώσει μια ιστορία για το πόσες φάρσες συνήθιζε να κάνει με τα αδέλφια του στους γονείς του.

«Εγώ, τι;» ρώτησα αφήνοντας στην άκρη τα τσόπστικς μου.

«Δε θα μου πεις κι εσύ λίγα πράγματα για εσένα;»

Να τη, σκέφτηκα, η ερώτηση που φοβόμουν.

«Εγώ… γεννήθηκα εδώ μάλλον». Η απάντηση μου τον έκανε να σηκώσει τα φρύδια έκπληκτος, «Μάλλον; Δεν είσαι σίγουρη, δηλαδή;»

«Όχι γιατί… είμαι υιοθετημένη».

Ο Άνταμ δε μίλησε, αλλά δε χρειάστηκε, το σοκαρισμένο βλέμμα του μου τα είπε όλα. Μια εσωτερική μάχη πραγματοποιούνταν εκείνη τη στιγμή μέσα του με το ποιο συναίσθημα να βγάλει προς τα έξω. Της λύπησης;  Ή της χαράς;

«Για να σε προλάβω, μεγάλωσα σε ένα υγιές σπίτι. Είμαι καλά»

«Χαίρομαι που το ακούω. Δυστυχώς, δεν έχουν όλα τα παιδιά την ίδια τύχη με εσένα», απάντησε με ειλικρίνεια και ανακάθισε ώστε να είναι πλήρως προσηλωμένος σε εμένα.

Το γραφείο του ήταν αρκετά μεγάλο σε μήκος, αλλά όχι και σε πλάτος. Ο Άνταμ βρισκόταν πίσω από εκείνο, ενώ εγώ καθόμουν σε μια από τις δύο καρέκλες στο εξωτερικό του επίπλου. Μπορεί να χωριζόμασταν λοιπόν από ένα κομμάτι ξύλου, αλλά η απόσταση μειώθηκε σημαντικά όταν επέκτεινε τα μακριά του χέρια προς εμένα, έτοιμος να δράσει· να με καθησυχάσει.

«Το ξέρω, και γι’ αυτό είμαι ευγνώμων για τους γονείς μου» ξεκίνησα να λέω, καθώς γύρω μας είχε απλωθεί νεκρική σιγή· ο Άνταμ ήταν απολύτως προσηλωμένος πάνω μου. Ένιωθα περίεργα· χρειάστηκα χρόνια ψυχοθεραπείας ώστε να φτάσω στο σημείο να ανοιχτώ στους κοντινούς μου ανθρώπους όμως εκείνος, κατάφερε να με ξεκλειδώσει μέσα σε λίγες ώρες. 

«Δεν ζήτησα ποτέ να μάθω παραπάνω πράγματα για τους ανθρώπους που με έφεραν στον κόσμο παρά μόνο ό,τι εκείνοι έκριναν σωστό να μου πουν. Δεν τους πίεσα ποτέ και δεν τους έκρινα».

«Να υποθέσω, δεν τους έχεις αναφέρει την επίσκεψη σου εδώ».

Ρούφηξα την υγρή μύτη μου καθώς αναπροσάρμοζα το σώμα μου στην αναπαυτική καρέκλα, «Δε ξέρουν καν πως βρίσκομαι στο Λας Βέγκας».

Κούνησε το κεφάλι του κοιτώντας κάτω, μάλλον προσπαθούσε να βρει τις σωστές λέξεις να εκφραστεί.

«Εντέλει δεν χρειάζεται καν να τους το πω μιας που απ’ ό,τι φαίνεται το μοναδικό στοιχείο που είχα για τον πατέρα μου κάηκε».

Μια έκφραση απορίας επισκίασε τα όμορφα χαρακτηριστικά του, «Τι εννοείς;»

«Εργαζόταν σε αυτό το κτίριο, στην ασφαλιστική εταιρεία» εξήγησα πετώντας ένα κομμάτι αχνιστού κρέατος στο στόμα μου, «Ωστόσο, ρώτησα τη γραμματεία κάτω και μου είπαν πως πήρε σύνταξη. Φυσικά, δε μου έδωσαν περισσότερες λεπτομέρειες».

Ο Άνταμ σηκώθηκε τότε, και έπιασε το τηλέφωνο πληκτρολογώντας στα γρήγορα έναν αριθμό, «Πως λέγεται ο πατέρας σου;»

«Τε- Τέιλορ Μόνικ» απάντησα σχεδόν άηχα, ακόμη προβληματισμένη ως προς το τι γινόταν.

Ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα σιωπής, ο Άνταμ μίλησε. «Πάτρικ! Ο Τζένκινγκς είμαι από τον έβδομο, τι κάνεις;…Κι εγώ καλά! Να σε ρωτήσω, αντιμετωπίζω ένα πρόβλημα σχετικά με την ασφάλεια του αυτοκινήτου που έκανα τις προάλλες… Ναι, ακριβώς!» ο Άνταμ χασκογελούσε ψεύτικα προσπαθώντας να γίνει πειστικός κι εγώ παρέμενα κολλημένη στη θέση μου θαυμάζοντας τον. Ήταν εντυπωσιακό το τι μπορεί να φέρει λίγη αυτοπεποίθηση στον τρόπο που μιλάς.

«Κοίτα, επειδή ξέρω πως ο Μόνικ είναι ειδικός στο να σε ξελασπώνει, αναρωτιόμουν αν θα μπορούσα να του μιλήσω;»

Παύση, «Ναι, το γνωρίζω φυσικά. Απλώς σκεφτόμουν αν μπορούσες να μου δώσεις ένα χεράκι ώστε να πατσίσουμε με την υπόθεση διαζυγίου σου…».

Εγώ έκπληκτη προσπάθησα να συγκρατήσω το γέλιο μου κι ο Άνταμ το ίδιο καθώς μου απέδωσε ένα πονηρό βλέμμα καλύπτοντας για μια στιγμή το μικρόφωνο.

«Είσαι ο καλύτερος, Πάτρικ. Σε ευχαριστώ πολύ!» Αμέσως, βρήκε ένα στυλό και έγραψε στα γρήγορα μερικά ψηφία στο μπλοκάκι του. «Θα είμαστε σε επαφή, ευχαριστώ και πάλι!».

Δίχως να περιμένει απάντηση το έκλεισε και τότε, ξέσπασε το χάος. Και οι δυο ξεκαρδιστήκαμε στα γέλια, με στριγκλιές να βγαίνουν από μέσα μου και ρουθουνίσματα από τον Άνταμ. Έτρεξα κοντά του τότε χτυπώντας τον ώμο του παιχνιδιάρικα, «Δεν το πιστεύω πως τον απείλησες!»

Εκείνος έπαιξε τα φρύδια του και κάθισε αναπαυτικά πίσω, «Μην ανησυχείς, αυτό δεν ήταν τίποτα μπροστά στις βρωμιές του».

Πήρα τότε το μικρό χαρτάκι από το γραφείο του και το έφερα κόντρα στο εκτυφλωτικό φως που έπεφτε στο παράθυρο· αυτά τα δέκα ψηφία ήταν ο πολύτιμος θησαυρός μου από εδώ και στο εξής κι όλα αυτά χάρη στον πεισματάρη δικηγόρο δίπλα μου. Χωρίς να το σκεφτώ πολύ, έσκυψα και τον αγκάλιασα φέρνοντας τα χέρια μου γύρω από τον χοντρό λαιμό του. «Σε ευχαριστώ πάρα, μα πάρα πολύ! Δεν ξέρω πως μπορώ να στο ξεπληρώσω».

Τον ένιωθα να σαστίζει εκείνες τις στιγμές, μη ξέροντας πώς να κινηθεί, «Εί- είναι απλά ένας αριθμός, δε χρειάζονται ευχαριστίες».

Εγώ τελικά τον ελευθέρωσα από τα δεσμά μου και τον κοίταξα· στεκόμασταν τόσο κοντά όπου μοιραζόμασταν μια ανάσα.

«Επιμένω, θέλω να σε ευχαριστήσω. Ονόμασε την επιθυμία σου, λοιπόν!».

Ο Άνταμ μου έδωσε ένα από τα στραβά του χαμόγελα και με έσυρε βαθύτερα στα πόδια του ώστε τώρα πραγματικά τον καβαλούσα, «Τι θα έλεγες, να σε βγάλω για φαγητό. Στ’ αλήθεια αυτή τη φορά;»

«Είχες την ευκαιρία να ζητήσεις ό, τι θέλεις κι εσύ ζητάς να με δεις για άλλη μια φορά να τρώω;»

Ανασήκωσε τους ώμους τότε τυλίγοντας τα καλλίγραμμα χέρια του γύρω από τη μέση μου, «Μάλλον ναι».

Τη συνομιλία μας τη διέκοψε το κινητό μου που άρχισε να τρίζει μέσα από την τσέπη του παντελονιού μου. Έγραφε «Τζέν».

«Με συγχωρείς, έχω ένα κήρυγμα να ακούσω» είπα κι εκείνος με ελευθέρωσε κρατώντας για λίγο περισσότερο το χέρι μου.

«Μην απομακρυνθείς πολύ, έχουμε να συζητήσουμε το πλάνο του δείπνου μας».

Και με αυτό, απάντησα στην κλήση γνωρίζοντας πολύ καλά πως όσα ουρλιαχτά εκνευρισμού με περίμεναν, άλλα τόσα ενθουσιασμού θα ερχόντουσαν μόλις η κολλητή μου άκουγε το παράξενο μα συνάμα μαγικό παιχνίδι της μοίρας που εκτυλίχθηκε στο Λας Βέγκας.

ΤΕΛΟΣ

Λίγα λόγια για τη συγγραφέα

Η Αγάπη Μπουντούρη γεννήθηκε το 2000 στην Αθήνα, και σπούδασε στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στον ελεύθερο της χρόνο, εκτός της συγγραφής, μελετά ξένες γλώσσες και ταξιδεύει. Το πρώτο της έργο, «Το Μενταγιόν της Δύναμης», κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Παράξενος Ελκυστής.

📙Βρες το βιβλίο της εδώ.

🗣️Ακολούθησε την Αγάπη Μπουντούρη σε:

το βιβλίο μου